- Λαιστρυγων
- Λαιστρύγων-ονος (ῡ) ὅ (sing. к Λαιστρύγονες См. Λαιστρυγονες) лестригон Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Λαιστρυγών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνα — Λαιστρυγών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνας — Λαιστρυγών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνες — Λαιστρυγών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνι — Λαιστρυγών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνος — Λαιστρυγών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνων — Λαιστρυγών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόσι — Λαιστρυγών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόσιν — Λαιστρυγών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)